πλατύ-κερως

πλατύ-κερως

πλατύ-κερως, breit gehörnt, Diosc.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κολοβόκερως — κολοβόκερως, ω (Α) κολοβοκέρατος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβός + κερως (< κέρας, πρβλ. αττ. γεν. κέρως < *κέρα ος), πρβλ. μελάγ κερως, πλατύ κερως] …   Dictionary of Greek

  • πλατύκερως — ωτος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει πλατιά κέρατα («πλατύκερως ἔλαφος», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + κέρως (< κέρας, ατος), πρβλ. μονό κερως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”