- πλατύτης
πλατύτης, ητος, ἡ, Breite, Weite, Xen. Cyr. 1, 4, 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλατύτης, ητος, ἡ, Breite, Weite, Xen. Cyr. 1, 4, 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλατύτης — breadth fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατύτητα — πλατύτης breadth fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατύτητας — πλατύτης breadth fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατύτητες — πλατύτης breadth fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατύτητι — πλατύτης breadth fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατύτητος — πλατύτης breadth fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τητα — της, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη * tāt (πρβλ. αρχ. ινδ. sarva tāt «ολότητα», αβεστ. haurva tāt «ολότητα», λατ. novi tās «νεότητα»). Τα θηλυκά σε της παράγονται,… … Dictionary of Greek
πλατύς — (I) ιά, ύ, θηλ., και εία / πλατύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, ιων. τ. θηλ. πλατέα Α αυτός που έχει πλάτος σχετικά μεγάλο, ευρύς, φαρδύς νεοελλ. 1. μτφ. α) (για πρόσ.) αυτός τού οποίου η σκέψη αγκαλιάζει ευρείες περιοχές τού πνεύματος, που μπορεί να εξετάσει… … Dictionary of Greek
πλατύτητα — η / πλατύτης, ητος, ΝΜΑ [πλατύς] η ιδιότητα τού πλατιού, πλάτος, εύρος νεοελλ. μτφ. ευρύτητα αντίληψης, ικανότητα σφαιρικής εξέτασης αρχ. 1. ευρύτητα («ἔνιοι δὲ διὰ τὴν πλατύτητα τῆς ἑρμηνείας οὕτως ὀνομασθῆναι», Διογ. Λαέρ.) 2. (για προφορά)… … Dictionary of Greek