- πλατύ-φυλλος
πλατύ-φυλλος, breitblätterig; Arist. an. post. 2, 16; Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλατύ-φυλλος, breitblätterig; Arist. an. post. 2, 16; Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημερόφυλλος — ἡμερόφυλλος, ον (Α) ήμερος («ἡμερόφυλλος ἐλαία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ήμερος + φυλλος (< φύλλον), πρβλ. πλατύ φυλλος, πυκνό φυλλος] … Dictionary of Greek
κλαδόφυλλος — η, ο (Μ κλαδόφυλλος, ον) νεοελλ. (για φυτά) αυτός που έχει σε ενιαίο στέλεχος φύλλα αντί για κλαδιά μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ κλαδόφυλλον κλαδιά και φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλάδος (Ι) + φύλλος (< φύλλο), πρβλ. ακανθό φυλλος, πλατύ φυλλος] … Dictionary of Greek
κοιλόφυλλος — κοιλόφυλλος, ον (Α) αυτός που έχει κοίλα φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + φυλλος (< φύλλο), πρβλ. πλατύ φυλλος, πυκνό φυλλος] … Dictionary of Greek
ρυσόφυλλος — η, ο, Ν (για φυτό) αυτός που έχει ρυτιδωμένα, ζαρωμένα φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυσός «ζαρωμένος, ρυτιδωμένος» + φυλλος (< φύλλον), πρβλ. πλατύ φυλλος] … Dictionary of Greek
σπαθόφυλλος — ον, Α (για φυτό) αυτός που έχει φύλλα όμοια με σπαθί. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάθη + φυλλος (< φύλλον), πρβλ. πλατύ φυλλος] … Dictionary of Greek
μελανόφυλλος — η, ο (Α μελανόφυλλος, και μελάμφυλλος ον) αυτός που έχει μαύρα φύλλα αρχ. 1. (για τόπο) αυτός που σκιάζεται από φύλλα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μελάμφυλλον το ποώδες και διακοσμητικό φυτό άκανθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + φύλλο (πρβλ. πλατύ… … Dictionary of Greek
φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… … Dictionary of Greek