- πλατύ-σημος
πλατύ-σημος, mit breitem Saum, Vorstoß; ἡ πλατύσημος, tunica laticlavia, die römische Senatorentunica mit breitem Purpursaume, Strab. u. Poll.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλατύ-σημος, mit breitem Saum, Vorstoß; ἡ πλατύσημος, tunica laticlavia, die römische Senatorentunica mit breitem Purpursaume, Strab. u. Poll.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στενόσημος — ον, Α 1. αυτός που έχει στενή παρυφή 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ στενόσημος (στους Ρωμαίους) ο χιτώνας που φορούσαν οι χιλίαρχοι οι οποίοι προέρχονταν από την τάξη τών δημοτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + σημος (< σῆμα), πρβλ. πλατύ σημος] … Dictionary of Greek
πλατύσημος — ον, Α 1. (για ένδυμα) αυτός που έχει πλατιά παρυφή, φαρδύ γύρο 2. (στη Ρώμη) (για πρόσ. και ιδίως για άνδρες) αυτός που δικαιούται να φορεί τον φερώνυμο χιτώνα 3. φρ. «πλατύσημος χιτών» και «πλατύσημος ἐσθής» η τήβεννος τών Ρωμαίων συγκλητικών, η … Dictionary of Greek