- πλατυ-κέφαλος
πλατυ-κέφαλος, breitköpfig, Phot. bibl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλατυ-κέφαλος, breitköpfig, Phot. bibl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλατυκέφαλος — η, ο / πλατυκέφαλος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πλατύ κεφάλι, ο πλατσουκοκέφαλος 2. είδος ιοβόλου ζώου ή ερπετού νεοελλ. αυτός που πάσχει από πλατυκεφαλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + κέφαλος (< κεφαλή)] … Dictionary of Greek
οξυκέφαλος — η, ο (ΑΜ ὀξυκέφαλος, ον) αυτός που χαρακτηρίζεται από οξυκεφαλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + κεφαλή (πρβλ. πλατυ κέφαλος)] … Dictionary of Greek
μουγιλίδες — (mugilidae). Οικογένεια περκόμορφων ψαριών, της υφομοταξίας των ακτινοπτερυγίων, που περιλαμβάνει περίπου 17 γένη και 80 είδη. Ολόκληρο το σώμα τους, που έχει σχήμα ατράκτου, μπορεί να φτάσει σε μήκος το 1 μ. και καλύπτεται από μεγάλα στρογγυλά… … Dictionary of Greek
πλακουτσοκέφαλος — και πλατσουκοκέφαλος, η, ο, Ν αυτός που έχει πλατύ, πλακουτσωτό κεφάλι, ο πλατυκέφαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλακουτσός + κεφάλι (πρβλ. χοντρο κέφαλος). Ο τ. πλατσουκοκέφαλος με μετάθεση] … Dictionary of Greek
πλατυκεφαλία — η, Ν 1. η ιδιότητα τού πλατυκέφαλου 2. ανατ. ανώμαλος σχηματισμός τού κρανίου κατά τον οποίο το κρανίο είναι πεπλατυσμένο από την πρόσθια προς την οπίσθια επιφάνεια εξαιτίας τής πρόωρης αποστέωσης τής στεφανιαίας ραφής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ.,… … Dictionary of Greek