- πλατυ-γάστωρ
πλατυ-γάστωρ, ορος, breitbäuchig, Arist. H. A. 5, 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλατυ-γάστωρ, ορος, breitbäuchig, Arist. H. A. 5, 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευρυγάστωρ — ο (ΑΜ εὐρυγάστωρ, ορος, ὁ, ἡ) νεοελλ. σκουρόχρωμο έντομο που προσβάλλει τους τρυφερούς σπόρους τών δημητριακών μσν. αρχ. αυτός που έχει μεγάλη κοιλιά, ο κοιλαράς (για τη θάλασσα) η απέραντη, αυτή που μπορεί να καλύψει πολλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ *… … Dictionary of Greek
πλατυγάστωρ — ορος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει πλατιά, μεγάλη κοιλιά, ο κοιλαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + γάστωρ (< γαστήρ), πρβλ. ευρυ γάστωρ] … Dictionary of Greek