πηχύνω — και μέσ. πηχύνομαι, Α [πήχυς] 1. παίρνω στην αγκαλιά μου, αγκαλιάζω («χείρεσσι πηχύνεσθαι», Ανθ. Παλ.) 2. φρ. «άγοστῷ πηχύνω» ή «ἀγοστῷ πηχύνομαι» παίρνω στην παλάμη (Νόνν.) … Dictionary of Greek
πηχύνουσι — πηχύ̱νουσι , πηχύνω take in one s arms aor subj act 3rd pl (epic) πηχύ̱νουσι , πηχύνω take in one s arms pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) πηχύ̱νουσι , πηχύνω take in one s arms pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πήχυνε — πήχῡνε , πηχύνω take in one s arms pres imperat act 2nd sg πήχῡνε , πηχύνω take in one s arms aor ind act 3rd sg (homeric ionic) πήχῡνε , πηχύνω take in one s arms imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πήχυνεν — πήχῡνεν , πηχύνω take in one s arms aor ind act 3rd sg (homeric ionic) πήχῡνεν , πηχύνω take in one s arms imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπηχύνω — Α (ποιητ. τ.) περιβάλλω κάποιον με τον βραχίονά μου, τόν παίρνω στην αγκαλιά μου, εναγκαλίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πηχύνω (< πῆχυς)] … Dictionary of Greek
πηχύναντο — πηχύ̱ναντο , πηχύνομαι aor ind mp 3rd pl (homeric ionic) πηχύ̱ναντο , πηχύνω take in one s arms aor ind mid 3rd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηχύνασθαι — πηχύ̱νασθαι , πηχύνομαι aor inf mp πηχύ̱νασθαι , πηχύνω take in one s arms aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηχύνατο — πηχύ̱νατο , πηχύνομαι aor ind mp 3rd sg (homeric ionic) πηχύ̱νατο , πηχύνω take in one s arms aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηχύνετο — πηχύ̱νετο , πηχύνομαι imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) πηχύ̱νετο , πηχύνω take in one s arms imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηχύνουσα — πηχύ̱νουσα , πηχύνω take in one s arms pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηχύνουσαι — πηχύ̱νουσαι , πηχύνω take in one s arms pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)