πηχυαῖος

πηχυαῖος

πηχυαῖος, von der Länge eines πῆχυς, ellenlang; Her. 8, 55; Plat. Phaed. 96 e; Pol. 6, 23, 12; Schol. Il. 3, 6 u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πηχυαῖος — a cubit long masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηχυαίος — α, ο / πηχυαῑος, αία, ον, ΝΑ, και μτγν. τ. επιγρ. πηχιαῑος, Α αυτός που έχει μήκος ή ύψος ενός πήχυ (α. «άνθρωπος με πηχυαίο ανάστημα» β. «πηχυαῑα ἀγάλματα», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πῆχυς + κατάλ. αῖος*] …   Dictionary of Greek

  • πηχυαῖον — πηχυαῖος a cubit long masc acc sg πηχυαῖος a cubit long neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηχυαῖα — πηχυαῖος a cubit long neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηχυαῖαι — πηχυαῖος a cubit long fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηχυαῖοι — πηχυαῖος a cubit long masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχίονας — Στον όρο αυτό αντιστοιχούν γενικά οι ανατομικές περιοχές του κυρίως β., του αγκώνα και του αντιβραχίονα, που μαζί με τον ώμο, τον καρπό και το ακράχερο αποτελούν το άνω άκρο. Στον κυρίως β., ο σκελετός του οποίου αποτελείται από το βραχιόνιο οστό …   Dictionary of Greek

  • πηχυαία — πηχυαί̱ᾱ , πηχυαῖος a cubit long fem nom/voc/acc dual πηχυαί̱ᾱ , πηχυαῖος a cubit long fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηχυαίας — πηχυαί̱ᾱς , πηχυαῖος a cubit long fem acc pl πηχυαί̱ᾱς , πηχυαῖος a cubit long fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηχυαίων — πηχυαί̱ων , πηχυαῖος a cubit long fem gen pl πηχυαί̱ων , πηχυαῖος a cubit long masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πήχυιος — υία, ον, Α 1. πηχυαίος, με μήκος ή ύψος ενός πήχυ («πήχυιος βόθρος», Απολλ. Ρόδ.) 2. (μτφ. για χρόνο) λίγος, μικρός («πήχυιος χρόνος» ελάχιστος χρόνος, Μίμν.) 3. (το ουδ. εν. ως επίρρ.) πήχυιον σε απόσταση ενός πήχυ («ἐρετμὰ πήχυιον προύχοντα»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”