ποτίστατος

ποτίστατος

ποτίστατος, kom. superl. von πότης, w. m. s.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ποτίστατος — άτη, ον, Α (υπερθ.) αυτός που αγαπά πάρα πολύ το κρασί ή τα άλλα οινοπνευματώδη ποτά, ο πολύ μεγάλος πότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πότης + κατάλ. ίστατος ανώμαλων υπερθ. (πρβλ. βλακ ίστατος)] …   Dictionary of Greek

  • ποτίστατος — πότης drinker masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”