- ποτίστρα
ποτίστρα, ἡ, die Tränke, Callim. H. Dian. 50; Strab. 8, 3, 31; D. Sic. 3, 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποτίστρα, ἡ, die Tränke, Callim. H. Dian. 50; Strab. 8, 3, 31; D. Sic. 3, 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποτίστρα — ποτίστρᾱ , ποτίστρα watering place fem nom/voc/acc dual ποτίστρᾱ , ποτίστρα watering place fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτίστρα — η, ΝΜΑ, και ποτιστρέα, Α 1. μέρος όπου πίνουν νερό τα ζώα 2. σκάφη για το πότισμα τών ζώων νεοελλ. το ποτιστήρι αρχ. 1. σωλήνωση για τη μεταφορά νερού σε οικία 2. εγκατάσταση για την άρδευση τών αγρών, υδραγωγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτίζω + επίθημα… … Dictionary of Greek
ποτίστρα — η 1. γυναίκα που ποτίζει (αρσ. ποτιστής). 2. το μέρος όπου χύνεται το νερό ή όπου οδηγούνται τα ζώα να πιουν νερό. 3. ειδικά κατασκευασμένο δοχείο για πότισμα, καταβρεχτήρι, ποτιστήρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ποτίστρας — ποτίστρᾱς , ποτίστρα watering place fem acc pl ποτίστρᾱς , ποτίστρα watering place fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτίστραι — ποτίστρᾱͅ , ποτίστρα watering place fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτίστραν — ποτίστρᾱν , ποτίστρα watering place fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτίστραις — ποτίστρα watering place fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτίστρην — ποτίστρα watering place fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… … Dictionary of Greek
αρδμός — ἀρδμός, ο (Α) [άρδω] 1. τρόποι, μέσα ποτίσματος 2. τόπος ποτίσματος, ποτίστρα … Dictionary of Greek
λάρνακα — Πόλη (68.800 κάτ. το 1999) της Κύπρου, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (1.126 τ. χλμ., 115.266 κάτ. το 2001). Είναι χτισμένη στο βάθος του ομώνυμου κόλπου, στη νότια ακτή του νησιού. Αποτελεί την τρίτη σε πληθυσμό πόλη της Κύπρου και έχει… … Dictionary of Greek