ποτί

ποτί

ποτί, dor. und poet. statt πρός, in denselben Vrbdgen, daher unten die Beispiele aus Hom., Pind. u. Tragg. angeführt sind. Selten wird das ι elidirt, ποτ' ἀστῶν, Pind Ol. 7, 90; häufiger bei Theocr. Auch findet sich die abgekürzte Form πότ, s. oben.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ποτί — και βοιωτ. τ. πόδ και πόκ και ποί και κατ αποκοπήν ποτ και πος Α πρόθ. (δωρ. τ.) προς. [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. και αιολ. τ. ισοδύναμος με την πρόθεση πρός*, προτί, που αντιστοιχεί με αβεστ. paiti, αρχ. περσ. patiy «απέναντι, εναντίον, κοντά», καθώς και με… …   Dictionary of Greek

  • ποτί — πρός on the side of epic doric (indeclform prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πότι — πότης drinker fem voc sg πότις one who drinks hot drinks fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ποτιδαιατικά — Ποτῑδαιατικά , Ποτιδαιατικός neut nom/voc/acc pl Ποτῑδαιατικά̱ , Ποτιδαιατικός fem nom/voc/acc dual Ποτῑδαιατικά̱ , Ποτιδαιατικός fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ποτιδαιάτας — Ποτῑδαιά̱τᾱς , Ποτιδαιάτης masc acc pl Ποτῑδαιά̱τᾱς , Ποτιδαιάτης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ποτιδαία — Ποτῑδαίᾱ , Ποτιδαία fem nom/voc/acc dual Ποτῑδαίᾱ , Ποτιδαία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Ποτιδαίᾱ , Ποτιδαία fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ποτιδαίας — Ποτῑδαίᾱς , Ποτιδαία fem acc pl Ποτῑδαίᾱς , Ποτιδαία fem gen sg (attic doric aeolic) Ποτιδαίᾱς , Ποτιδαία fem acc pl Ποτιδαίᾱς , Ποτιδαία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ποτιδαιατῶν — Ποτῑδαιᾱτῶν , Ποτιδαιάτης masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ποτιδαιᾶται — Ποτῑδαιᾶται , Ποτιδαιάτης masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ποτιδαιάταις — Ποτῑδαιά̱ταις , Ποτιδαιάτης masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ποτιδαιάτης — Ποτῑδαιά̱της , Ποτιδαιάτης masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”