- ποτί-κρᾱνον
ποτί-κρᾱνον, τό, nach Poll. 6, 9 bei den Com. = προςκεφἀλαιον, vgl. 2, 42.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποτί-κρᾱνον, τό, nach Poll. 6, 9 bei den Com. = προςκεφἀλαιον, vgl. 2, 42.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρόσκρανον — τὸ, Α ποτίκρανον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + κρανον (< *κράνον, βλ. λ. κρανίο), πρβλ. ποτί κρανον] … Dictionary of Greek
ποτίκρανον — τὸ, Α (ποιητ. και δωρ. τ.) προσκεφάλι, μαξιλάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + κρανον (< *κράνον, βλ. κρανίον), πρβλ. περί κρανον] … Dictionary of Greek