- ποτ-έρχομαι
ποτ-έρχομαι, dor. statt προςέρχομαι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποτ-έρχομαι, dor. statt προςέρχομαι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εξέρχομαι — (AM ἐξέρχομαι) [έρχομαι] βγαίνω έξω («τείχεος ἐξελθεῑν», Ομ. Ιλ.) μσν. νεοελλ. αποχωρώ από υπηρεσία ή αξίωμα («εξέρχεται τής υπηρεσίας») αρχ. μσν. 1. ξεκινώ, πηγαίνω να ασχοληθώ με κάτι 2. (για αίμα ή δάκρυα) πηγάζω, βγαίνω 3. (για νερό) πηγάζω,… … Dictionary of Greek
επιμίσγω — ἐπιμίσγω (Α) 1. επικοινωνώ, συναναστρέφομαι («παρ’ ἀλλήλους ἐπιμισγόντων», Θουκ.) 2. έρχομαι σε σαρκική επαφή 3. (για τόπο) πλησιάζω («οὐδέ ποτ’ ἐς βουλήν ἐπιμίσγεται οὐδ’ ἐπὶ δαῑτας», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μίσγω, παράλλ. αρχαιότερος τ.… … Dictionary of Greek
ποτέρχομαι — Α (δωρ. τ.) προσέρχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πότ, συγκεκομμένος τ. τού ποτί* + ἔρχομαι] … Dictionary of Greek