ποτέ

ποτέ

ποτέ, enclitisch, u. wenn es zu Anfange des Satzes steht, Oxytonon, indefinit. zum Vorigen, irgendeinmal, einst, sowohl auf die Vergangenheit, als auf die Zukunft gehend; τάχ' ἄν ποτε, Il. 1, 205; ἤδη γάρ ποτε, 260; ὅν ποτ' Ἀϑήνη ϑρέψε, 2, 547; ἤδη γὰρ καὶ δεῠρό ποτ' ἤλυϑε, 3, 205; ὥς ποτέ τις ἐρέει, so wird man dereinst sprechen, 4, 182; μέλλεν μέν ποτε ἔμμεναι, Od. 1, 232, u. sonst, wie Hes., Pind. u. Tragg.; ὅπως μὴ σαυτὸν οἰκτι-εῖς ποτε, Aesch. Prom. 68, u. öfter mit dem fut.; πρίν ποτε λέκτρων ἐπιβῆναι, Suppl. 37; u. wie das lat. tandem in der Frage, τί ποτε, πᾶ ποτε u. ä., Prom. 124. 183, wie Soph. O. R. 279 Phil. 222 u. öfter; auch beim imperat., μέϑες ποτέ, 805, d och. – Aehnlich in Prosa: ἦν ποτε χρόνος, Plat. Prot. 320 c; εἰ μέλλομέν ποτε καϑαρῶς τι εἴσεσϑαι, Phaed. 66 d; μόγις οὖν ποτε, endlich einmal, 314 e; u. in der Frage, τί ποτε δύναται, 324 a, τί οὖν δή ποτε καλεῖς, Gorg. 450 b; τί ποτε, Xen. Cyr. 1, 3, 11 u. öfter, An. 3, 5, 13 Mem. 1, 1, 1 u. Sp., ἀεί ποτε, immerdar, Thuc. 1, 13 u. oft. – Ποτὲ μένποτὲ δέ, bald – bald, Plat. Theaet. 170 c. u. Sp, wie Pol. 10, 22, 4; auch π οτὲ μὲν γελῶντες, ἐνίοτε δὲ δακρύον-τες, Plat. Phaed. 59 a; ποτὲ μέναὖϑις δέ, Rep. VIII, 560 a, ἤδη ποτέ, D. Hal. 7, 49 u. a. Sp. Vgl. ὁπότε, πώποτε u. ähnl.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πότε — when? at what time? indeclform (interrog) πότος drinking bout masc voc sg ποτε , ποτέ enclitic indeclform (particle) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτέ — και ποτές επίρρ. χρον., σε καμιά περίπτωση, ουδέποτε: Ποτέ δεν ήρθε στην ώρα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ποτέ — ποτε , ποτέ enclitic indeclform (particle) ποτός drunk masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτε — ποτέ enclitic indeclform (particle) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πότε — Ν ΜΑ, και ιων. τ. κότε και δωρ. τ. πόκα και αιολ. τ. πότα Α Ι. (ως ερωτ. χρον. μόριο σε ευθείες και πλάγιες ερωτήσεις) 1. σε ποια χρονική στιγμή, κατά ποιο χρόνο ή σε ποια περίπτωση; (α. «πότε έρχεται το αεροπλάνο;» β. «πότε θα φύγει;» γ. «πότε… …   Dictionary of Greek

  • ποτέ — ΝΜΑ, και διαλ. τ. ποτές, και ιων. τ. κοτέ και δωρ. τ. ποκά και αιολ. τ. ποτά Α νεοελλ. (ως επίρρ.) 1. α) (χρον. και με αρνητική σημ.) ούτε σήμερα, ούτε αύριο, ούτε άλλη μέρα, σε καμιά περίπτωση, ουδέποτε («δεν θα τόν ξαναδώ ποτέ») β) (προκειμένου …   Dictionary of Greek

  • πότε — επίρρ. χρον. ερωτ. 1. σε ποιο χρόνο ή περίπτωση: Πότε θα φύγεις; 2. επίρρ. χρον., κάποτε: Πότε πότε μας επισκέπτεται. 3. άλλοτε: Πότε μας χαιρετά και πότε μας βρίζει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τί ποτε — και επικ. συγκεκομμένος τ. τίπτε Α (ερωτ.) 1. τί άραγε, τί τάχα («τί ποτε λέγεις, ὦ τέκνον; ὡς οὐ μανθάνω», Σοφ.) 2. γιατί τάχα («τέκνον, τίπτε λιπὼν πόλεμον θρασὺν εἰλήλουθας;», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τί ποτε. Ο τ. τίπτε < τί ποτε με συγκοπή …   Dictionary of Greek

  • ού ποτε — οὔ ποτε ή οὔποτε και δωρ. τ. οὔποκα (Α) επίρρ. ποτέ, καμιά φορά …   Dictionary of Greek

  • Οὐδὲ ὄναρ ἄν ποτε παθεῖν. — οὐδὲ ὄναρ ἄν ποτε παθεῖν. См. Не снилось …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • όπως ποτέ — ὅπως ποτέ (Α) επίρρ. εν τούτοις, ωστόσο («ἀλλ ὅπως ποθ ὑπείλημμαι περὶ τούτων ἀρκεῑ μοι», Δημοσθ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”