- ποταμήϊος
ποταμήϊος, ion. u. poet. statt ποτάμειος, Nonn. D. 11, 309.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποταμήϊος, ion. u. poet. statt ποτάμειος, Nonn. D. 11, 309.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποταμήιος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποταμήϊος — ον, ιων. και ποιητ. τ. θηλ. ποταμηΐς, ίδος, Α ποτάμιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + κατάλ. ήϊος (πρβλ. πολεμ ήϊος] … Dictionary of Greek
ποταμήιον — ποταμήιος masc acc sg ποταμήιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποταμήια — ποταμήιος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποταμηΐς — ίδος, ἡ, Α βλ. ποταμήϊος … Dictionary of Greek
ποταμός — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… … Dictionary of Greek