- ποταμήῤ-ῥυτος
ποταμήῤ-ῥυτος, = ποταμόῤῥυτος, od. richtiger ποταμ-ήρυτος (ἀρύτω), aus dem Strome geschöpft, Paul. Sil. ecphr. 596, ὄλβος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποταμήῤ-ῥυτος, = ποταμόῤῥυτος, od. richtiger ποταμ-ήρυτος (ἀρύτω), aus dem Strome geschöpft, Paul. Sil. ecphr. 596, ὄλβος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.