- ποτ-αίνιος
ποτ-αίνιος (ποτὶ αἶνος, vgl. πρόσφατος, nach den VLL., wie Phot., dorisch), frisch, neu; στέφανος, Pind. Ol. 11, 60; οὐδέ μοι ποταίνιον πῆμ' οὐδὲν ἥξει, Aesch. Prom. 102; neu, unvermuthet, u. wie recens, neu, frisch, π οταίνιον γὰρ αἷμά σοι χεροῖν ἔτι, Ch. 1051; Eum. 272; Soph. Ant. 824; sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.