ποταμό-κλυστος

ποταμό-κλυστος

ποταμό-κλυστος, von Flüssen bespült, Strab. 3, 4, 12.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θαλασσόκλυστος — θαλασσόκλυστος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται τοποθετημένος πάνω στην ακτή και σκεπάζεται από τα κύματα τη στιγμή που σπάνε. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + κλυστος (< κλύζω «κατακλύζω»), πρβλ. αλί κλυστος, ποταμό κλυστος] …   Dictionary of Greek

  • κηρόκλυστος — κηρόκλυστος, ον (Α) πάπ. επιχρισμένος με κερί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + κλυστος (< κλυζω «περιβρέχω, σκεπάζω»), πρβλ. θαλασσό κλυστος, ποταμό κλυστος] …   Dictionary of Greek

  • κυματόκλυστος — κυματόκλυστος, ον (Μ) αυτός που περιβρέχεται από κύματα, κυματόβρεχτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, α τ ος + κλυστος (< κλύζω), πρβλ. αλί κλυστος, ποταμό κλυστος] …   Dictionary of Greek

  • υδατόκλυστος — ον, Α αυτός που πλένεται ή έχει πλυθεί με νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + κλυστος (< κλύζω «βρέχω, περιβρέχω»), πρβλ. ποταμό κλυστος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”