- ποταμό-χωστος
ποταμό-χωστος, vom Flusse darübergeschüttet, gehäuft, D. Sic. 1, 34. 39.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποταμό-χωστος, vom Flusse darübergeschüttet, gehäuft, D. Sic. 1, 34. 39.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τυμβόχωστος — ον, ΜΑ μσν. αυτός που ενταφιάστηκε αρχ. αυτός που πήρε το σχήμα τύμβου με την επισώρευση χώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + χωστος (< χώννυμι), πρβλ. ποταμό χωστος] … Dictionary of Greek
ψαμμόχωστος — ον, Α χωμένος στην άμμο, αμμόχωστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάμμος «άμμος» + χωστός (< χώννυμι), πρβλ. ποταμό χωστος] … Dictionary of Greek