- ποταμόνδε
ποταμόνδε, adv., in den Fluß, zum Fluß hin, Il. 21, 13 Od. 10, 159.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποταμόνδε, adv., in den Fluß, zum Fluß hin, Il. 21, 13 Od. 10, 159.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποταμόνδε — to indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποταμόνδε — Α επίρρ. προς τον ποταμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιτ. ποταμόν τού ποταμός + επιρρμ. κατάλ. δε (πρβλ. πόλιν δε)] … Dictionary of Greek
κάτειμι — (AM) έλκω την καταγωγή, κατάγομαι αρχ. 1. πορεύομαι προς τα κάτω, κατέρχομαι, κατεβαίνω (α. «ὁ μὲν ποταμόνδε κατήϊεν», Ομ. Οδ. β. «ἡ δ οὖν γυνὴ κάτεισιν εἰς Ἅιδου δόμους», Ευρ.) 2. καταπλέω τον Νείλο, ταξιδεύω («κατιέναι εἰς Ἀλεξάνδρειαν») 3.… … Dictionary of Greek
ποταμός — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… … Dictionary of Greek