- ποτι-μάστιος
ποτι-μάστιος, dor. = προςμάστιος, Soph. frg. 230.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποτι-μάστιος, dor. = προςμάστιος, Soph. frg. 230.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επιμάστιος — ἐπιμάστιος, ον (Α) επιμαστίδιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + * μάστιος (< μαστός), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. ποτι μάστιος)] … Dictionary of Greek
ποτιμάστιος — ον, Α (επικ. τ.) αυτός που βρίσκεται πάνω στον μαστό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + μαστός (πρβλ. επι μάστιος)] … Dictionary of Greek