- ποτι-δόρπιος
ποτι-δόρπιος u. ποτι-ειλέω, dor. statt προςδόρπιος, προςειλέω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποτι-δόρπιος u. ποτι-ειλέω, dor. statt προςδόρπιος, προςειλέω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποτιδόρπιος — ον, Α (επικ. τ.) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δείπνο 2. ο χρήσιμος για την παρασκευή τού δείπνου 3. (κατά τον Ησύχ.) «τὰ ποτιδόρπια, τὰ προσσίτια». [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + δόρπιος (< δόρπον «δείπνο»), πρβλ. μετα… … Dictionary of Greek