- ποτικός
ποτικός zum Trinken gehörig, geneigt, Sp., wie Plut. Demetr. 1; ποτικῶς ἔχειν αὐτῷ τὸ σῶμα, 36.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποτικός zum Trinken gehörig, geneigt, Sp., wie Plut. Demetr. 1; ποτικῶς ἔχειν αὐτῷ τὸ σῶμα, 36.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποτικός — fond of drinking masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτικός — ή, όν, Α [πότος] 1. αυτός που τού αρέσει να πίνει, ο επιρρεπής στο ποτό («γενόμενοι δ ὁμοίως ἐρωτικοί, ποτικοί, στρατιωτικοί, μεγαλόδωροι», Πλούτ.) 2. αυτός που μπορεί να πιει πολύ, μεγάλος πότης 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ποτικός ο εύθυμος σύντροφος… … Dictionary of Greek
ποτικόν — ποτικός fond of drinking masc acc sg ποτικός fond of drinking neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτικοί — ποτικός fond of drinking masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτικούς — ποτικός fond of drinking masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτικωτέρους — ποτικός fond of drinking masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτικῶς — ποτικός fond of drinking adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτικῷ — ποτικός fond of drinking masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)