ποτι-φόριμος

ποτι-φόριμος

ποτι-φόριμος, dor. statt προςφόριμος, = πρόςφορος, zuträglich, Epicharm. bei Ath. III, 121 b.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ποτιφόριμος — ον, Α (δωρ. τ.) πρόσφορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + φόριμος«γόνιμος» (< φέρω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”