ποτι-τέρπω

ποτι-τέρπω

ποτι-τέρπω, dor. statt προςτέρπω.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • προστέρπω — και δωρ. τ. ποτιτέρπω Α τέρπω, ευχαριστώ κάποιον περισσότερο («ἀλλὰ σὲ μὲν θεράπων ποτιτερπέτω», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * / ποτι (βλ. λ. ποτί) + τέρπω] …   Dictionary of Greek

  • ποτιτέρπω — Α (επικ. τ.) προστέρπω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + τέρπω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”