ποτισμός

ποτισμός

ποτισμός, , das Tränken, Bewässern, LXX.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ποτισμός — Fr.anon. masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτισμός — ο, ΝΑ [ποτίζω] 1. το πότισμα 2. η άρδευση …   Dictionary of Greek

  • ποτισμοῖο — ποτισμός Fr.anon. masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτισμοί — ποτισμός Fr.anon. masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτισμοῦ — ποτισμός Fr.anon. masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτισμούς — ποτισμός Fr.anon. masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτισμῶν — ποτισμός Fr.anon. masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτισμῷ — ποτισμός Fr.anon. masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτισμόν — ποτισμός Fr.anon. masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πισμός — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ποτισμός». [ΕΤΥΜΟΛ. Δευτερογενώς σχηματισμένος τ. < θ. πι τού πίνω*, με δυσερμήνευτο σ (πρβλ. πίσα, πίστρα, πιστός (ΙΙ)] + κατάλ. μός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”