- ποτιστής
ποτιστής, ὁ, der Tränkende, Einschenkende, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποτιστής, ὁ, der Tränkende, Einschenkende, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποτιστής — ο θηλ. τίστρα αυτός που ποτίζει: Στην καπνοφυτεία ένας εργάτης είναι ο ποτιστής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ποτιστής — ο, ΝΜΑ [ποτίζω] αυτός που παρέχει νερό, που ποτίζει νεοελλ. αρδευτικό αυλάκι … Dictionary of Greek
ποτιστοῦ — ποτιστής one who gives to drink masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτιστήν — ποτιστής one who gives to drink masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Λιμιέρ, Λουί Ζαν και Ογκίστ Μαρί — (Louis Jean Lumière, Μπεζανσόν 1864 – Μπαντόλ Βαρ 1948· August Marie Lumière, Μπεζανσόν 1862 – Λιόν 1954). Εφευρέτες και πρωτοπόροι του γαλλικού κινηματογράφου. Στους αδελφούς Λ. οφείλεται η ανακάλυψη της συσκευής με την ονομασία κινηματογράφος… … Dictionary of Greek
ποτίστρα — η 1. γυναίκα που ποτίζει (αρσ. ποτιστής). 2. το μέρος όπου χύνεται το νερό ή όπου οδηγούνται τα ζώα να πιουν νερό. 3. ειδικά κατασκευασμένο δοχείο για πότισμα, καταβρεχτήρι, ποτιστήρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)