- πορθητήριος
πορθητήριος, zerstörend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πορθητήριος, zerstörend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πορθητήριος — ία, ον, Ν αυτός που καταστρέφει, καταστρεπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορθῶ + επίθημα τήριος (πρβλ. πολιορκη τήριος)] … Dictionary of Greek
πορθητηρίοις — πορθητήριος ravaging masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)