- πορθητικός
πορθητικός, zerstörend, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πορθητικός, zerstörend, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πορθητικός — ή, ό / πορθητικός, ή, όν, ΝΜΑ [πορθώ] αυτός που χρησιμεύει για εκπόρθηση πόλης, φρουρίου κ.ά. στόχων αρχ. καταστρεπτικός, αφανιστικός … Dictionary of Greek
πορθητικῶν — πορθητικός ravaging fem gen pl πορθητικός ravaging masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορθητικόν — πορθητικός ravaging masc acc sg πορθητικός ravaging neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορθητικαῖς — πορθητικός ravaging fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορθητικοί — πορθητικός ravaging masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορθητικέ — πορθητικός ravaging masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορθητικήν — πορθητικός ravaging fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)