πορθητής

πορθητής

πορθητής, , Zerstörer; Τροίας, Eur. Troad. 213; u. in sp. Prosa, wie Schol. Lycophr. 38.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πορθητής — destroyer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορθητής — ο, ΝΜΑ [πορθώ] αυτός που κυριεύει και λεηλατεί πόλη ή χώρα, εκπορθητής («τῷ τᾱς Τροίας πορθητᾷ», Ευρ.) νεοελλ. 1. ως κύριο όν. ο Πορθητής προσωνυμία που δόθηκε στον Μωάμεθ Β ο οποίος το 1453 πολιόρκησε και κυρίευσε την Κωνσταντινούπολη 2. ζωολ.… …   Dictionary of Greek

  • πορθητής — ο αυτός που κυριεύει πόλη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πορθηταῖς — πορθητής destroyer masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορθηταί — πορθητής destroyer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορθητοῦ — πορθητής destroyer masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορθητήν — πορθητής destroyer masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορθητά — πορθητά̱ , πορθητής destroyer masc nom/voc/acc dual πορθητής destroyer masc voc sg πορθητής destroyer masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μωάμεθ ή Μεχμέτ — Όνομα έξι σουλτάνων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. 1. Μ. A’, ο λεγόμενος Τζελεμπί (1389; 1421). Γιος του σουλτάνου Βαγιαζήτ A’, ανέβηκε στον θρόνο το 1402, ύστερα από την αιχμαλωσία του πατέρα του στη μάχη της Αγκύρας και τη νίκη του Ταμερλάνου. Ο …   Dictionary of Greek

  • πορθητάς — πορθητά̱ς , πορθητής destroyer masc acc pl πορθητά̱ς , πορθητής destroyer masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καραμανίδες — Δυναστεία Τουρκομάνων της Μικράς Ασίας, που οφείλει την ονομασία της στον Αρμένιο ιδρυτή της, Καραμάν. Ο ίδιος, ευνοούμενος του Σελτζούκου σουλτάνου του Ικονίου Αλαεντίν Α’ (1220 37), κατέλαβε με τη βοήθειά του ανώτατα αξιώματα και έγινε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”