- πορδάλεος
πορδάλεος, = παρδάλεος, Opp. Cyn. 3, 467.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πορδάλεος, = παρδάλεος, Opp. Cyn. 3, 467.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πορδαλέος — έα, ον, Α αυτός που κλάνει συχνά, κλανιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορδή + επίθημα αλέος (πρβλ. λυσσ αλέος, νυστ αλέος)] … Dictionary of Greek
πορδαλέοισι — πορδάλεος flatulent masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)