- πορνοσύνη
πορνοσύνη, ἡ, = πορνεία, Maneth. 4, 314.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πορνοσύνη, ἡ, = πορνεία, Maneth. 4, 314.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πορνοσύνη — ἡ, Α [πόρνη] πορνεία … Dictionary of Greek
πορνοσύνης — πορνοσύνη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)