- πορδαλίαγχες
πορδαλίαγχες, τό, = παρδαλίαγχες, Nic. Al. 38.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πορδαλίαγχες, τό, = παρδαλίαγχες, Nic. Al. 38.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πορδαλιαγχές — τὸ, Α ιων. τ. βλ. παρδαλιαγχές … Dictionary of Greek
παρδαλιαγχές — και ιων. τ. πορδαλιαγχές, τὸ, Α το δηλητηριώδες φυτό ακόνιτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάρδαλις + ἄγχω «σφίγγω τον λαιμό, απαγχονίζω»] … Dictionary of Greek