- πορδαλέος
πορδαλέος (πορδή), farzig, Luc. Lexiph. 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πορδαλέος (πορδή), farzig, Luc. Lexiph. 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πορδαλέος — έα, ον, Α αυτός που κλάνει συχνά, κλανιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορδή + επίθημα αλέος (πρβλ. λυσσ αλέος, νυστ αλέος)] … Dictionary of Greek
πορδαλέοισι — πορδάλεος flatulent masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)