- πορφυρίτης
πορφυρίτης, ὁ, fem. πορφυρῖτις, dem Purpur ähnlich, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πορφυρίτης, ὁ, fem. πορφυρῖτις, dem Purpur ähnlich, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πορφυρίτης — Εκρηξιγενές πέτρωμα, που προέρχεται κυρίως από διοριτικά μάγματα. Ως προς τον ιστό, ισχύει ό,τι και στους πορφύρες, από τους οποίους οι π. διαφέρουν βασικά κατά το ότι στους πορφύρες επικρατούν οι καλιούχοι άστριοι, ενώ στους π. τα πλαγιόκλαστα.… … Dictionary of Greek
πορφυρίτης — πορφυρί̱της , πορφυρίτης like purple masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορφυρίτας — πορφυρί̱τᾱς , πορφυρίτης like purple masc acc pl πορφυρί̱τᾱς , πορφυρίτης like purple masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ETESIUS Lapis inter Porphyritas lapides — memoratur, in Lexieo Chymico, Πορφυρίτης ἐςτὶ λίθος ετήσιος καὶ ἀνδροδάμας. In lapidibus ad mortaria medicinalia aptis, Plin. l. 36. c. 22. Etesiumque lapidem in his praetulêre coeteri, mox et Thebaicum. De quo multa miranda Chymici Scriptores, e … Hofmann J. Lexicon universale
γλυπτική — Σήμερα ονομάζεται γενικά γ., η τέχνη της δημιουργίας ανάγλυφων και oλόγλυφων μορφών. Ο όρος όμως περικλείει δύο ουσιαστικά αντίθετες έννοιες· την καθαυτό γ., εκείνη που, όπως έλεγε ο Μιχαήλ Άγγελος, «προχωρεί με αφαιρέσεις του περιττού υλικού… … Dictionary of Greek
πορφυρίτις — ίτιδος, ἡ, Α βλ. πορφυρίτης … Dictionary of Greek
πορφυριτικός — ή, ό, / πορφυριτικός, ή, όν, ΝΑ [πορφυρίτης] αποτελούμενος ή κατασκευασμένος από πορφυρίτη νεοελλ. φρ. «πορφυριτικός ιστός» (πετρογρ.) υφή εκρηξιγενών πετρωμάτων στα οποία οι μεγαλύτεροι κρύσταλλοι, οι φαινοκρύσταλλοι, βρίσκονται διασκορπισμένοι… … Dictionary of Greek
πορφύρα — I Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από τριχοειδείς αιμορραγίες του δέρματος, των βλεννογόνων ή του παρεγχύματος. Στο δέρμα η π. εκδηλώνεται με μικρές κόκκινες κηλίδες που δεν εξαλείφονται αν πιεστούν με γυάλινη πλάκα. Οι π. διαιρούνται σε δύο μεγάλες… … Dictionary of Greek
πορφυρίτην — πορφυρί̱την , πορφυρίτης like purple masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορφυρίτου — πορφυρί̱του , πορφυρίτης like purple masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορφυρίτῃ — πορφυρί̱τῃ , πορφυρίτης like purple masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)