- πορφυρίων
πορφυρίων, ωνος, ὁ, Wasserhuhn, nach seiner Farbe benannt; Ar. Av. 707. 882; Arist. H. A. 8, 6; vgl. πορφυρίς. – Auch eine Wallfischart? – Ein Meerpolyp, Artemid. 2, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πορφυρίων, ωνος, ὁ, Wasserhuhn, nach seiner Farbe benannt; Ar. Av. 707. 882; Arist. H. A. 8, 6; vgl. πορφυρίς. – Auch eine Wallfischart? – Ein Meerpolyp, Artemid. 2, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Πορφυρίων' — Πορφυρίωνα , Πορφυρίων purple coot masc acc sg Πορφυρίωνι , Πορφυρίων purple coot masc dat sg Πορφυρίωνε , Πορφυρίων purple coot masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορφυρίων' — πορφυρίωνα , πορφυρίων purple coot masc acc sg πορφυρίωνι , πορφυρίων purple coot masc dat sg πορφυρίωνε , πορφυρίων purple coot masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πορφυρίων — Πορφύριος masc gen pl Πορφυρίων purple coot masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορφυρίων — πορφύριον purple dyed stuff neut gen pl πορφῠρίων , πορφύρω heaves fut part act masc nom sg (doric) πορφυρέω pres part act masc nom sg (doric) πορφυρίων purple coot masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορφυρίων — Όνομα 2 μυθολογικών προσώπων. 1. Γίγαντας, γιος της Γης και του Ουρανού. Για να τον εξοντώσει ο Δίας, τον έκανε να ερωτευτεί την Ήρα και, τη στιγμή που επιχειρούσε να τη βιάσει, τού εξαπόλυσε κεραυνό. Την ίδια στιγμή ο Ηρακλής τον σκότωνε με το… … Dictionary of Greek
Πορφυρίωνα — Πορφυρίων purple coot masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορφυρίωνα — πορφυρίων purple coot masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πορφυρίωνας — Πορφυρίων purple coot masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορφυρίωνας — πορφυρίων purple coot masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πορφυρίωνες — Πορφυρίων purple coot masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορφυρίωνες — πορφυρίων purple coot masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)