πορφυρίς — purple garment fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορφυρίς — ίδος, ἡ, Α 1. πορφυρό ένδυμα ή κάλυμμα 2. ονομασία πτηνού («τανύπτερος... πορφυρίς», Ίβοκ.) 3. α) το φυτό άγ χουσα β) το φυτό ὠκιμοειδές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. φοινικ ίς)] … Dictionary of Greek
πορφυρίδα — πορφυρίς purple garment fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορφυρίδας — πορφυρίς purple garment fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορφυρίδες — πορφυρίς purple garment fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορφυρίδι — πορφυρίς purple garment fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορφυρίδος — πορφυρίς purple garment fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορφυρίδων — πορφυρίς purple garment fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορφυρίσι — πορφυρίς purple garment fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορφυρίσιν — πορφυρίς purple garment fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορφυρίδ' — πορφυρίδα , πορφυρίς purple garment fem acc sg πορφυρίδι , πορφυρίς purple garment fem dat sg πορφυρίδε , πορφυρίς purple garment fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)