- ποππυλιάζω
ποππυλιάζω, dor. ποππυλιάσδω, = ποππύζω, Theocr. 5, 89, ποππυλιάσδει ἁδύ τι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποππυλιάζω, dor. ποππυλιάσδω, = ποππύζω, Theocr. 5, 89, ποππυλιάσδει ἁδύ τι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποππυλιάζω — και, κατά δ. γρφ., παππυλιάζω, δωρ. τ. ποππυλιάσδω Α συρίζω για να καλέσω ζώο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. τού ποππύζω* με επέκταση λ (πρβλ. βομβυλιάζω: βόμβος)] … Dictionary of Greek
ποππυλιάσδει — ποππυλιάζω pres ind mp 2nd sg (doric aeolic) ποππυλιάζω pres ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποππυλιάζειν — ποππυλιάζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)