- ποππυσμός
ποππυσμός, ὁ, = πόππυσμα; τῷ ποππυσμῷ μὲν πραΰνεσϑαι τοὺς ἵππους, κλωσμῷ δὲ ἐγείρεσϑαι, Xen. Hipp. 9, 10; Plut. Symp. 7, 8, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποππυσμός, ὁ, = πόππυσμα; τῷ ποππυσμῷ μὲν πραΰνεσϑαι τοὺς ἵππους, κλωσμῷ δὲ ἐγείρεσϑαι, Xen. Hipp. 9, 10; Plut. Symp. 7, 8, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποππυσμός — poppysmus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποππυσμός — ὁ, ΜΑ [ποππύζω] συριγμός που γίνεται με μισόκλειστα χείλη, ιδίως για κάλεσμα ή καταπράυνση τών ζώων («τῷ ποππυσμῷ μὲν πραΰνεσθαι τοὺς ἵππους, κλωσμῷ, δὲ ἐγείρεσθαι», Ξεν.) αρχ. έπαινος, επευφημία … Dictionary of Greek
ποππυσμοῖς — ποππυσμός poppysmus masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποππυσμοί — ποππυσμός poppysmus masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποππυσμοῦ — ποππυσμός poppysmus masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποππυσμῶν — ποππυσμός poppysmus masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποππυσμῷ — ποππυσμός poppysmus masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποππυσμόν — ποππυσμός poppysmus masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)