- ποππύσδω
ποππύσδω, dor. = ποππύζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποππύσδω, dor. = ποππύζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποππύζω — δωρ. τ. ποππύσδω, Α 1. (ε νεργ και μέσ.) συρίζω με μισόκλειστα χείλη, ιδίως για να καλέσω ζώο («τοῑς δὲ αἰλούροις καὶ τοῑς ἰχνεύμοσι... ποππύζοντες», Διόδ.) 2. κράζω, φωνάζω κάποιον 3. μιλώ τρυφερά, θωπεύω («καὶ τὸ παιδίον τῆς τίτθης ἀφελόμενος … Dictionary of Greek