- παλαιο-μάτωρ
παλαιο-μάτωρ, ορος, ἡ, v. l. von παλαιμάτωρ, bei Eur.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλαιο-μάτωρ, ορος, ἡ, v. l. von παλαιμάτωρ, bei Eur.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλαιομάτωρ — παλαιομάτωρ, ορος, ἡ (Α) αυτή που υπήρξε μητέρα σε παλαιούς χρόνους («ἰὼ Ζεῡ, τᾱς παλαιομάτορας παιδογόνε πόριος Ἰνάχου», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο * + μᾶτωρ (< μήτηρ)] … Dictionary of Greek