παλαιο-γενής

παλαιο-γενής

παλαιο-γενής, ές, = παλαιγενής, Ar. Nubb. 357, im voc. πρεσβῠτα παλαιογενές.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παλαιογενής — ές (Α παλαιογενής, ές) αυτός που δημιουργήθηκε σε πολύ παλαιές εποχές, πανάρχαιος νεοελλ. φρ. «παλαιογενής περίοδος» ή απλώς «το παλαιογενές» γεωλ. η πιο παλαιά από τις δύο υποδιαιρέσεις τού καινοζωικού αιώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο * + γενής (< …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”