- παλαιο-φανής
παλαιο-φανής, ές, alt erscheinend, Geop.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλαιο-φανής, ές, alt erscheinend, Geop.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλαιοφανής — παλαιοφανής, ές (Μ) αυτός που φαίνεται παλιός, που δίνει την εντύπωση τού παλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο * + φανής (< φαίνω / φαίνομαι)] … Dictionary of Greek