- παλαιο-μάγαδις
παλαιο-μάγαδις, ὁ, = μάγαδις, Ath. IV, 182 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλαιο-μάγαδις, ὁ, = μάγαδις, Ath. IV, 182 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλαιομάγαδις — παλαιομάγαδις, ἡ (Α) λυδικός αυλός, πλαγίαυλος που παρήγε φθόγγο χαμηλό και υψηλό, βαρύ ή οξύ ταυτόχρονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο * + μάγαδις «είδος μουσικού οργάνου»] … Dictionary of Greek