- παλαι-ετής
παλαι-ετής, ές, alt an Jahren, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλαι-ετής, ές, alt an Jahren, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλαιετής — παλαιετής, ές (Α) (κατά τον Ησύχ.) παλαιός ως προς την ηλικία, γέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλαι + ετής (< έτος)] … Dictionary of Greek