- παλμικός
παλμικός, den παλμός betreffend, z. B. οἰώνισμα, Suid., aus dem Zittern, Zucken eines Gliedes hergenommenes Wahrzeichen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλμικός, den παλμός betreffend, z. B. οἰώνισμα, Suid., aus dem Zittern, Zucken eines Gliedes hergenommenes Wahrzeichen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλμικός — ή, ό (Α παλμικός, ή, όν) [παλμός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παλμό ή αυτός που μοιάζει με παλμό νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται με παλμούς, που χαρακτηρίζεται από παλμούς («παλμικές κινήσεις») 2. φρ. «παλμικά σύμφωνα» ή «παλμώδη σύμφωνα»… … Dictionary of Greek
παλμικός, -ή — ό αυτός που γίνεται με παλμούς ή αναφέρεται σε παλμούς: Η παλμική κίνηση των σωμάτων είναι αιτία ηχοπαραγωγική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παλμικόν — παλμικός conveyed by palpitation masc acc sg παλμικός conveyed by palpitation neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλματικός — παλματικός, ή, όν (Μ) παλμικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλμα, ατος (βλ. λ. πάλμα [II]) + κατάλ. ικός] … Dictionary of Greek
παλμώδης — ες (Α παλμώδης, ῶδες) [παλμός] 1. αυτός που μοιάζει με παλμό 2. αυτός που έχει παλμική κίνηση, που χαρακτηρίζεται από παλμούς, παλμικός, γεμάτος παλμούς («παλμώδεις κινήσεις», Γαλ.) νεοελλ. φρ. «παλμώδη σύμφωνα» τα παλμικά σύμφωνα … Dictionary of Greek
πρόσαλσις — άλσεως, ἡ, Α [προσάλλομαι] ο παλμικός χτύπος τού σφυγμού … Dictionary of Greek
σύμφωνος — η, ο / σύμφωνος, ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύμφωνος Α 1. μουσ. (για φωνή ή ήχο) αρμονικός 2. αυτός που βρίσκεται σε συμφωνία, σε ακολουθία με κάποιον ή με κάτι («ὁ βίος σύμφωνος τοῑς λόγοις πρὸς τὰ ἔργα», Πλάτ.) 3. αυτός που έχει την ίδια γνώμη με… … Dictionary of Greek