παλαγμός, ὁ, Besudelung, αἵματος παλαγμοί, Aesch. frg. 329.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλαγμός — παλαγμός, ὁ (Α) [παλάσσω (Ι)] ράντισμα, πιτσίλισμα («πρὶν ἂν παλαγμοῑς αἵματος χοιροκτόνου αὐτὸς σε χράνῃ Ζεὺς καταστάξας χειροῑν», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
παλαγμοῖς — παλαγμός sprinkling masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)