- πανία
πανία, ἡ, bei den Messapiern = πλησμονή u. πάνια, τά, = πλήσμια, Ath. III, 111 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πανία, ἡ, bei den Messapiern = πλησμονή u. πάνια, τά, = πλήσμια, Ath. III, 111 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πανία — πανίᾱ , πανία fem nom/voc/acc dual πανίᾱ , πανία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) πᾱνία , πηνίον to/ neut nom/voc/acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πανία — Πανίᾱ , Πάνιος fem nom/voc/acc dual Πανίᾱ , Πάνιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάνια — Το αρχαιότατο όνομα της Αρκαδίας της Πελοποννήσου. Το όνομα αυτό προέρχεται από εκείνο του θεού Πάνα. Π. λεγόταν και επίνειο της Κιλικίας στο Aλήιο πεδίο. Η θέση του δεν εξακριβώθηκε γιατί έχουν γίνει προσχώσεις στον θαλάσσιο χώρο. * * * τὰ, σπαν … Dictionary of Greek
πανία — Το αρχαιότατο όνομα της Αρκαδίας της Πελοποννήσου. Το όνομα αυτό προέρχεται από εκείνο του θεού Πάνα. Π. λεγόταν και επίνειο της Κιλικίας στο Aλήιο πεδίο. Η θέση του δεν εξακριβώθηκε γιατί έχουν γίνει προσχώσεις στον θαλάσσιο χώρο. * * * ἡ, Α… … Dictionary of Greek
Πανιά — Πανιάς fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πάνια — Πά̱νια , Πάνιον temple of Pan neut nom/voc/acc pl Πάνιος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιστία — Πανιά από φυσικό ή συνθετικό ύφασμα που εκμεταλλεύονται τον άνεμο ως κινητήρια δύναμη για τα ιστιοφόρα σκάφη. Η ωφέλιμη δύναμη για την πρόωση δίνεται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πλευράς του ι. (φαινόμενο… … Dictionary of Greek
πανίας — πανίᾱς , πανία fem acc pl πανίᾱς , πανία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανίαν — πανίᾱν , πανία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πανίας — Πανίᾱς , Πάνιος fem acc pl Πανίᾱς , Πάνιος fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πανίαν — Πανίᾱν , Πάνιος fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)