- παν-ίχνιον
παν-ίχνιον, τό, die ganze Spur, Fährte, Opp. Cyn. 1, 454, im plur.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παν-ίχνιον, τό, die ganze Spur, Fährte, Opp. Cyn. 1, 454, im plur.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πανίχνιον — τὸ, Α στον πληθ. τά πανίχνια το σύνολο τών ιχνών τού θηρευόμενου θηρίου («μυξωτῆρσι κύνες δὲ πανίχνια σημήναντο», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἴχνιον (< ἴχνος), πρβλ. εν ίχνιον] … Dictionary of Greek