- πανίσδομαι
πανίσδομαι, dor. = πηνίζομαι, Theocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πανίσδομαι, dor. = πηνίζομαι, Theocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πανίσδομαι — Α (δωρ. τ.) βλ. πηνίζομαι … Dictionary of Greek
πηνίζομαι — και δωρ. τ. πανίσδομαι και μτγν ενεργ τ. πηνίζω Α [πήνη] 1. τυλίγω νήμα από το κουβάρι στο πηνίο, στο μασούρι τής σαΐτας, μασουρίζω 2. ξετυλίγω («οὔτε τις ἐν ταλάρῳ πανίσδεται ἔργα τοιαῡτα», Θεόκρ.) … Dictionary of Greek